- σεπτά
- σεπτάςfem voc sgσεπτόςaugustneut nom/voc/acc plσεπτά̱ , σεπτόςaugustfem nom/voc/acc dualσεπτά̱ , σεπτόςaugustfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σεπτός — ή, ό / σεπτός, ή, όν, ΝΜΑ σεβαστός, σεβάσμιος, αξιοσέβαστος (α. «το σεπτό λείψανο τού αγίου» β. «ἵησι σεπτὸς Νεῑλος ῥέος», Αισχύλ.) αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «σεπτά θαυμαστά σεβάσμια». επίρρ... σεπτώς / σεπτῶς ΝΜΑ, και σεπτά Ν κατά τρόπο σεπτό, με… … Dictionary of Greek
βασιδιομύκητες — (basidiomycota). Υποδιαίρεση μυκήτων (μανιταριών), που περιλαμβάνει 460 γένη και 25.000 είδη, διαδεδομένα σε όλες τις χερσαίες περιοχές της Γης, ακόμα και στις πολικές. Σε υδρόβιο περιβάλλον έχουν βρεθεί μόνο δύο είδη. Οι β. έχουν μεγάλη ποικιλία … Dictionary of Greek
SEPTA — I. SEPTA Graecis Septem, urbs parva Mauritaniae Tingitanae olim, cuius caput ad fretum Herculeum. Ceuta Hispanis, Bem Marat Mauris, teste Marmoliô: Munita. Hodie in Habata provinc. regni Fezzae, ubi fretum Hercul. magis restringitur, in eius… … Hofmann J. Lexicon universale
SEPTEM — numerus plenitudinis et perfectionis in Sacris, de quo Eruditi passim. Graecis ἑπτὰ, quasi σεπτὰ, ut ipsis Pythagoraeis visum: σεπτὸν autem latinis sanctum et venerabile notat. Nempe, quoniam magnus rerum Opifex sanctificat diem septimum, Graeci… … Hofmann J. Lexicon universale
δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… … Dictionary of Greek
πάθος — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη … Dictionary of Greek
παθός — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη … Dictionary of Greek
σεπτάς — fem nom sg σεπτά̱ς , σεπτός august fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)